ταγγίζω

ταγγίζω
αμετ. горкнуть (о жире)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ταγγίζω" в других словарях:

  • ταγγίζω — ταγγίζω, τάγγισα, ταγγισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ταγγίζω — ΝΜΑ, και ταγκίζω, και τσαγγίζω και τσαγκίζω Ν [ταγγή] είμαι ή γίνομαι ταγγός …   Dictionary of Greek

  • ταγγίσει — ταγγίζω to be aor subj act 3rd sg (epic) ταγγίζω to be fut ind mid 2nd sg ταγγίζω to be fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγγίζει — ταγγίζω to be pres ind mp 2nd sg ταγγίζω to be pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγγίσαντος — ταγγίζω to be aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάγγιση — και τάγκιση, η, Ν [ταγγίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταγγίζω, αλλοίωση τών τροφίμων που περιέχουν λιπαρές ουσίες, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση δυσάρεστης οσμής και γεύσης και, ορισμένες φορές, από μεταβολή χρώματος τού τροφίμου …   Dictionary of Greek

  • τάγγισμα — και τάγκισμα και τσάγγισμα και τσάγκισμα, το, Ν [ταγγίζω / τσαγγίζω] τάγγιση …   Dictionary of Greek

  • ταγγιάζω — και ταγκιάζω και τσαγγιάζω και τσαγκιάζω Ν [ταγγός / τσαγγός] ταγγίζω …   Dictionary of Greek

  • τσαγγίζω — και τσαγκίζω Ν βλ. ταγγιζω …   Dictionary of Greek

  • τσαγκίζω — Ν βλ. ταγγίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»